- πολιτοφθόρος
- -ον, Αεπιβλαβής στους πολίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. σωματο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτοφθόρον — πολιτοφθόρος hurtful to the citizens masc/fem acc sg πολιτοφθόρος hurtful to the citizens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοφθόρα — πολιτοφθόρος hurtful to the citizens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)